- χαλδαίος
- -α, -ο / χαλδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και χαρδαίος Ν(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Χαλδαίος, Χαλδαίαα) ο κάτοικος τής Χαλδαίας ή αυτός που κατάγεται από τη Χαλδαίαβ) Βαβυλώνιοςνεοελλ.1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Ιουδαίος, Εβραίος2. μτφ. άπληστος, φιλοκερδήςαρχ.1. αστρολόγος2. φρ. «Χαλδαία γῆ» — η περιοχή τής Χαλδαίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. λαού τής Μεσοποταμίας συγγενικού με τους Αραμαίους, που απαντά στα σφηνοειδή κείμενα με τον τ. Kaldu. Είναι πιθανόν πάντως οι Χαλδαίοι να συνδέονται με έναν άλλον ανατολικό λαό που ονομάστηκε Χάλδοι, λόγω τής λατρείας τού θεού Haldi].
Dictionary of Greek. 2013.